«Ο Valentino είναι ένας πυλώνας του πρωταθλήματος. Ποτέ δεν έκρυψα ότι για εμάς αποτελεί μια περίπτωση εντελώς ξεχωριστή. Είναι 34 χρονών, αλλά νομίζω ότι η ηλικία δεν είναι αυτό που σε καθορίζει, παρά μόνον η θέληση. Νομίζω ότι η φυσική του κατάσταση είναι σχεδόν ίδια με αυτήν που διέθετε στα 25 του χρόνια. Στην περίπτωσή του μάλιστα, θεωρώ ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Τώρα είναι καλύτερη απ’ ότι ήταν τότε. Όσον αφορά το πόσο εμβληματικός είναι, αποδεικνύεται από την αγάπη του για το άθλημα και τις απίστευτες επιδόσεις του. Με δεδομένη την ποιοτική του σύσταση, διαθέτει την ικανότητα να ανακαλύπτει εκ νέου τον εαυτό του, να οδηγεί μια μοτοσυκλέτα που δεν δένει με το στυλ οδήγησής του και να αντιλαμβάνεται τους τρόπους με τους οποίους θα γίνει ταχύτερος. Είναι ένα παράδειγμα αυτού που εμείς θεωρούμε ως πρότυπο αναβάτη». Αυτά δήλωνε μεταξύ άλλων ο Carmelo Ezpeleta το 2014, σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του στην ισπανική τηλεόραση. Δύο μήνες αργότερα, ο Carlo Pernat δήλωνε απερίφραστα στο Moto.it ότι η μεταγραφή του Vale στην Yamaha, ουσιαστικά επεβλήθη από τον Ezpeleta και, δεδομένου ότι η εταιρεία δεν συνηγορούσε στην επιστροφή του, ο Carmelo, σοφά -όπως απεδείχθη στην συνέχεια- πράττοντας, πλήρωσε το συμβόλαιό του. Όσοι πίστεψαν ότι η Yamaha, σ’ αυτή την δεύτερη φάση συνεργασίας της με τον Ιταλό αναβάτη, τον στήριζε σθεναρά «πλανήθηκαν πλάνην οικτράν».
Και αυτό έγινε πασιφανές με τα γεγονότα του 2015, όταν η «απουσία» της στα τεκταινόμενα υπήρξε ηχηρή, δεδομένου ότι ούτως ή άλλως είχε διασφαλίσει το πρωτάθλημα είτε με τον Rossi, είτε με τον έτερο Καππαδόκη, τον Lorenzo. Δεν πολυκοιτούσε με καλό μάτι την πιθανότητα του δέκατου τίτλου. Πώς να διαχειριστεί έναν 35χρονο παγκόσμιο πρωταθλητή, επανερχόμενο στις διακρίσεις μετά από ένα γιγαντιαίο φιάσκο, με «όνομα βαρύ σαν ιστορία», όταν νεαροί αναβάτες, εξαιρετικά ταλαντούχοι και διψασμένοι για διακρίσεις, έχουν γεμίσει την αίθουσα αναμονής; Από την άλλη όμως ο «γέροντας» με τρεις διαδοχικές «δευτεριές» στο πρωτάθλημα (2014 – 2015 – 2016) τους ανάγκαζε «θέλοντας και μη» να τον κρατήσουν. Στα 37 του χρόνια διεκδικούσε τίτλο, φαινόμενο μοναδικό στην σύγχρονη ιστορία των αγώνων, πράττοντας ο ίδιος ό,τι χρειαζόταν για να το υλοποιήσει.
Σε πρώτη φάση ανάγκασε τον κουρασμένο Burgess να αποχωρήσει στο τέλος του 2013 (μετά από 15 χρόνια συνεργασίας τους) και προσέλαβε στη θέση του τον διψασμένο Silvano Galbusera, του οποίου η συμβολή στο να κρατηθεί πολύ ψηλά στις τρεις χρονιές που ακολούθησαν ήταν σημαντική. Μετά από έξι χρόνια συνεργασίας, στα τέλη του 2019, ο Silvano έβαλε πλώρη για την ομάδα εξέλιξης του εργοστασίου, δεδομένου ότι επιθυμούσε να παραμείνει μεν στην Yamaha, αλλά να εργάζεται με λιγότερο stress και να καταναλώνει περισσότερο χρόνο στην Ιταλία. Ακόμη κι εκεί ο Valentino είδε κάτι που δεν έβλεπαν τα στελέχη του εργοστασίου. Είχαν προηγηθεί 16 χρόνια συνεργασίας του στην ομάδα της Yamaha στα Superbikes και το 2011 η εταιρεία τον αποδέσμευσε. Ο Rossi τον ξέθαψε από τα Superbikes (Marco Melandri – BMW) όπου ήταν χωμένος για άλλη μια φορά. Σε δεύτερο χρόνο, μετά το φιάσκο του 2015, στις αρχές του 2016 προσέλαβε ως coach τον πολύπειρο Luca Cadalora, για τον ρόλο του οποίου δεν δόθηκε η πρέπουσα προβολή από τον διεθνή τύπο. Ο Luca ήταν ο άνθρωπος που μελετούσε τα δεδομένα, παρατηρούσε τα τεκταινόμενα σε κάθε καμπή της πίστας και συμβούλευε αναλόγως τον Valentino για να κερδίζει δέκατα του δευτερολέπτου σε μια εποχή που ο σχεδιαστικός οργασμός του Dall’Igna στην Ducati είχε εξελιχθεί σε πονοκέφαλο για τους υπόλοιπους κατασκευαστές.
«Ο Valentino υπήρξε μια μεγάλη έκπληξη για μένα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταλάβεις όταν είσαι έξω απ’ τα πράγματα. Είναι πολύ καλύτερος αναβάτης απ’ ότι υπήρξα εγώ, είναι δυνατός εκεί που εγώ ήμουν αδύναμος, είναι ανοιχτή ψυχή και δίνει τα πάντα ακόμη κι όταν το setup υπολείπεται. Αντιθέτως, εγώ πάντα απαιτούσα την τέλεια μοτοσυκλέτα. Έχει κατακτήσει εννέα παγκόσμιους τίτλους και έχει νικήσει σε 113 αγώνες, κι όμως είναι σεμνός και πάντα αμφισβητεί τον εαυτό του. Τώρα καταλαβαίνω την πραγματική αιτία που ακόμη κερδίζει αγώνες στα 37 του» και συνεχίζει:
«Μαζί του νιώθω σαν να ξανά οδηγώ αγωνιστική μοτοσυκλέτα. Δεν είναι δουλειά. Πάντα υπήρχε το πάθος και αυτό, με την πάροδο των ετών, δεν άλλαξε. Δεν του δίνω συμβουλές. Απλώς μιλάμε. Ανταλλάσσουμε απόψεις. Και συμφωνώ μαζί του ότι είναι λάθος να νομίζεις ότι τα ξέρεις όλα. Η υποστήριξή μου συνίσταται στο να εντοπίζω αυτά που δεν φαίνονται στα δεδομένα των υπολογιστών. Τα computers δεν σου λένε ότι έχεις περιθώριο ένα μέτρο πιο μέσα στην εσωτερική». Φορτωμένος με τους χάρτες της πίστας, γύριζε στους παράδρομους και εστίαζε την προσοχή του σε διαφορετικά σημεία σε κάθε session. Συνεργάστηκε στενά με ολόκληρο το τεχνικό επιτελείο, ακόμη και απ’ ευθείας με τους ανθρώπους του εργοστασίου στην Ιαπωνία. Για μία τριετία, έως το τέλος του 2018, έδωσε και την ψυχή του για τον Valentino, ο οποίος του πρότεινε να μείνει έως το τέλος, όμως ο Luca είχε πλέον κουραστεί υπερβολικά.
«Πέρασα τρία εκπληκτικά χρόνια. Ήταν μια απίστευτη εμπειρία να συνεργαστώ με τον Vale. Πρόκειται για έναν πρωταθλητή που ξεπερνά κάθε προσδοκία, όχι μόνον ως αναβάτης αλλά και ως άνθρωπος. Και αυτό ήταν που με κράτησε προς έκπληξή μου στην ομάδα για τρία ολόκληρα χρόνια. Η φιλία των δύο μας θα κρατήσει για πάντα». Εάν στις προηγούμενες δύο παραιτήσεις προστεθεί το σχεδιαστικό χάος που προκάλεσε η ίδια η Yamaha στην ομάδα της την τελευταία τετραετία, εύκολα αντιλαμβάνεται και ο πλέον αποστασιοποιημένος θεατής γιατί τα τρία τελευταία χρόνια συμμετοχής του Ιταλού αναβάτη ήταν μια κόλαση. Είναι ενδεικτικό ότι το 2017 το εργοστάσιο άλλαξε τέσσερεις φορές γεωμετρία πλαισίου.
Με το πέσιμο της καρό σημαίας στην Βαλένθια ακολούθησε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης η παράθεση ενός καταιγισμού αριθμών και στατιστικών για τις επιδόσεις του. Ναι, όντως, τα νούμερα δηλώνουν τα επιτεύγματά του εντός πίστας, με ελλοχεύοντα πάντα τον κίνδυνο να γίνουν νούμερα οι συμπαθούντες στα μάτια των αντιπαθούντων. Μια προσωπικότητα του μεγέθους του Valentino είναι φυσικό (και αποδεικτικό στοιχείο) να δημιουργεί αντίρροπες τάσεις. Πρόκειται για τον γνωστό κανόνα της μάζας. Όταν η τάση λατρείας τείνει να κατακτήσει τον χώρο, τότε δημιουργούνται δυνάμεις αντίδρασης που δηλώνουν την σθεναρή τους αντίθεση στο φαινόμενο. Πρόκειται για μια διαφορετική απόπειρα του ασήμαντου να ξεχωρίσει. Είτε όμως έτσι, είτε αλλιώς, η αιτία της δημόσιας αντιπαράθεσης παραμένει η ίδια: η συγκεκριμένη προσωπικότητα και τα -όχι μόνον αθλητικά- επιτεύγματά της.
Του παραπάνω λόγου το αληθές πιστοποίησαν περίτρανα οι εξελίξεις καθ’ όλη την διάρκεια της αγωνιστικής του καριέρας.
Αυτό που τον έκανε μοναδικό ήταν ότι γνώριζε και πώς να «παίζει» με το πλήθος, αλλά και το ότι το «παιχνίδι» αυτό ήταν τόσο σημαντικό όσο και τα αποτελέσματά του. Εφηύρε μια κόντρα με τον Max Biaggi χρόνια πριν φτάσει να αγωνιστεί στην ίδια κατηγορία με τον αυτοαποκαλούμενο Ρωμαίο Αυτοκράτορα, και τη στιγμή που οι δύο τους ήλθαν πλέον αντιμέτωποι, οι οπαδοί ήταν ήδη σταθερά στο πλευρό του. Ο Biaggi βρέθηκε στον ρόλο του κακού της παντομίμας πριν καν καταλάβει τι είχε συμβεί.
Μια σειρά από αναβάτες θα ακολουθούσε τα βήματα του Biaggi, ακούσια σε μεγάλο βαθμό. Ο Sete Gibernau αψήφησε τον Rossi και στη συνέχεια βρέθηκε καταδικασμένος στην αποτυχία από τον Ιταλό. Ο Casey Stoner μπήκε σε μια καταιγίδα που δεν περίμενε, άθελά του βρέθηκε σε έναν από τους πιο σκληρούς αγώνες στην ιστορία των αγώνων, μια επική μονομαχία στη Laguna Seca, όπου ο Ιταλός έκανε ό,τι μπορούσε για να προλάβει τον Stoner και να εξασφαλίσει ότι ο Αυστραλός δεν θα μπορούσε να ξεφύγει. Άναψε επίσης την φωτιά με τον «ομόσταυλό» του Jorge Lorenzo, το νεαρό θαύμα που κλήθηκε από την Yamaha να τον αντικαταστήσει αν αποσυρθεί (την εποχή που ο Valentino λοξοκοιτούσε προς Ferrari μεριά). Κατά ειρωνικό τρόπο, όταν η πραγματικότητα ξεπερνά την φαντασία, ο Lorenzo αποσύρθηκε πριν από αυτόν, όπως και σχεδόν όλοι οι κύριοι αντίπαλοί του. Οι περισσότερες από αυτές τις αντιπαλότητες παρέμειναν σε επίπεδο φαρσοκωμωδίας, με τα πλήθη να φωνάζουν «είναι πίσω σου!», καθώς εξέπεμπαν από τις κερκίδες γνήσιο μίσος.
Η τελευταία του όμως αντιπαράθεση έμελλε να είναι καθοριστική για τον ίδιο τον Valentino. Η σκανδάλη στο όπλο των «αντιφρονούντων» ήταν το αγωνιστικό φαινόμενο της πρόσφατης ιστορίας, ο Ισπανός Marc Marquez. Όσο διήρκεσε η καλή του σχέση με τον Marquez από το 2013 έως το 2015 το paddock στην ολότητά του βίωσε την καλύτερη εποχή του. Κατόπιν των γνωστών γεγονότων του φθινοπώρου του ΄15 (αποτέλεσμα του αγώνα της Αργεντινής στην αρχή του πρωταθλήματος της ιδίας χρονιάς) όλα άλλαξαν. Στην οργάνωση, στο paddock, στις σχέσεις των ομάδων, στα δημοσιογραφικά γραφεία, στις κερκίδες, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παντού. Τόνοι λεκτικών ανοσιουργημάτων ξεστομίσθηκαν από ειδήμονες και μη στο όνομα του «περί δικαίου αισθήματος», το οποίο έγινε λάστιχο αναλόγως των μέτρων του καθενός. Η πόλωση απλώθηκε στις κερκίδες, αναβιώνοντας το φαινόμενο «Πράσινοι – Βένετοι» της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ακρότητες, φανατισμός και αντιπαραθέσεις στα όρια της χυδαιότητας στιγμάτισε μια ολόκληρη εποχή. Χαμένοι βγήκαν οι πάντες. Και κυρίως το άθλημα. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος παρέμεινε στην συνέχεια σιωπηλός. Κατάλαβε ότι έστω και μια αγανακτισμένη στιγμή του ήταν ικανή να γκρεμίσει μια ιστορία μοναδική σαν παραμύθι.
Το συγκεκριμένο γεγονός, οι επιπτώσεις του, η παράλληλη ριζική αλλαγή του τεχνικού κανονισμού για ηλεκτρονικά και λάστιχα, τα σχεδιαστικά καπρίτσια της Yamaha, αλλά (αναπόφευκτα) και ο πανδαμάτωρ χρόνος συνέργησαν στα φτωχά αποτελέσματα της τελευταίας τριετίας. Γενικότερα, στο δεύτερο ήμισυ της αγωνιστικής του πορείας, η εμπειρία του έδειξε ποιο είναι το αναγκαίο για μια νίκη, όταν το ταλέντο από μόνο του δεν ήταν πλέον αρκετό. Πάντως, στον τελευταίο αγώνα της καριέρας του εξελίχθηκαν όλα όπως του αναλογούσαν. Δεν υπήρξε άνθρωπος που να μην τον τιμήσει στην φετινή Valencia, η οποία έσφυζε εκδηλώσεων για να απαλύνουν το προσωπικό κόστος της αποχώρησης.
Εκρηκτική ανθρώπινη ύπαρξη ο ίδιος, ιχνηλάτης του ονείρου του, σκυμμένος πάντα πάνω σ’ αυτό που μπορούσε να γίνει καλύτερο, δίνοντας νόημα στην ζωή πολλών άλλων, με τη νηφαλιότητα εκείνου που έκανε όσο πιο καλά μπορούσε αυτό που όφειλε στον εαυτό του να κάνει, με την τρέλα εκείνου που ψάχνει την επόμενη στιγμή του ωραίου. Το βέβαιον είναι ότι ποτέ δεν θα εκτιμηθεί με ακρίβεια το μέγεθος της συμβολής του στην ανάπτυξη, στην δημοφιλία και -κατ’ επέκτασιν- στην κερδοφορία του μηχανικού σπορ, όπως εξ’ ίσου βέβαιον είναι ότι δύσκολα θα υπολογισθεί το μέγεθος της οικονομικής ανάπτυξης της γενέτειράς του, όπου οι επιχειρήσεις του (αλλά και των υπολοίπων τοπικών επιχειρηματιών) ανθίζουν και προσφέρουν εργασία σε εκατοντάδες οικογένειες σε δύσκολες εποχές.
Ξεκίνησε φιλόδοξος αναβάτης, συνέχισε νικητής, κατόπιν πρωταθλητής και αργότερα πρωταθλητής – σύμβολο. Ακολούθως δημιούργησε επιχειρήσεις, αγωνιστική ακαδημία και αντίστοιχες ομάδες στο παγκόσμιο πρωτάθλημα, με πλέον πρόσφατη αυτή που θα συμμετάσχει το 2022 στην κορωνίδα του μηχανικού σπορ, το MotoGP, με την κορυφαία τεχνολογικά μοτοσυκλέτα του grid, την Ducati. Το ανεκπλήρωτο όνειρό του της διετίας 2011 – 2012 (ιταλική ομάδα – ιταλική μοτοσυκλέτα – Ιταλός αναβάτης – Ιταλός πρωταθλητής) δεν το κατάπιε η προκύψασα απογοήτευση από τα τότε τεχνικά αδιέξοδα των «κόκκινων». Φανατικός οπαδός του «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι» ανασυγκροτήθηκε, μελέτησε, οργανώθηκε, δημιούργησε τις υποδομές, διεπλάκη με τους κατάλληλους ανθρώπους και παρέμεινε εστιασμένος στον στόχο του.
Τίποτα δεν τελειώνει εδώ. Οι επίγονοι που προκύπτουν από τις υποδομές που ο ίδιος εμπνεύστηκε και υλοποίησε με ενθουσιασμό και μεθοδικότητα, θα υπενθυμίζουν διαρκώς ότι ο Valentino Rossi θα είναι παρών στο διηνεκές, σ’ ένα αγώνισμα που απέκτησε εκατομμύρια φιλάθλων σ’ ολόκληρο τον πλανήτη τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Το ότι η Dorna τον έχρισε «Θρύλο» το ίδιο βράδυ της αποχώρησης δεν αντιστοιχεί στο μέγεθος του ανθρώπου. Αυτά που τους προσέφερε είναι ανυπολόγιστης αξίας. Σειρά στη ζωή του έχουν η Francesca και η -με το καλό να έλθει- κόρη του.
Grazie Vale!
[full_width]